εξάχορδο

εξάχορδο
το
(μουσ.), ανερχόμενη ή κατερχόμενη διαδοχή έξι διατονικών φθόγγων, που χρησίμευε ως βάση του μουσικού συστήματος το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη Δύση το μεσαίωνα ως το 17ο αι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • εξάχορδος — η, ο 1. (για μουσικά όργανα), που έχει έξι χορδές. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάχορδο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιθάρα — η εξάχορδο μουσικό όργανο: Παίζει κιθάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”